- εξελέγχω
- (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω]νεοελλ.ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνωμσν.μέσ. δικαιώνομαιαρχ.1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ' αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.)2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ' ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.)3. αποδεικνύω ότι κάποιος αγνοεί κάτι («ταῡτα αὐτὸν εἶναι σοφὸν ἅ ἄν ἄλλον ἐξελέγξω», Πλάτ.)4. αποφασίζω μετά από δοκιμασία («ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος», Πίνδ.)5. παθ. είμαι γνωστός για τα αισθήματα ή τη διαγωγή μου6. ιατρ. βρίσκω τα άρρωστα σημεία7. μετρώ, απαριθμώ («ἀλλά χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν», Πίνδ.)8. απαιτώ.
Dictionary of Greek. 2013.